- μεγαλόκερος
- και μεγάκερως, ο (Α μεγαλόκερως, -ων, Μ μεγαλόκερος, -ον)νεοελλ.(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γιγαντιαίας άλκης το οποίο ανήκει στην οικογένεια cervidaeμσν.-αρχ.αυτός που έχει μεγάλα κέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό-κερως, μονό-κερως].
Dictionary of Greek. 2013.